βακούφικος

βακούφικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρια ή εκκλησίες: Αυτά τακτήματα είναι βακούφικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βακούφικος — η, ο και κός, ή, ό αυτός που ανήκει σε βακούφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”